Πριν απο παρα πολλα χρονια, μια γρια χηρα ενος ψαρα ζουσε κοντα στη θαλασσα. Δεν ειχε αποκτησει παιδια για να την βοηθανε, και οι συγχωριανοι της δεν ειχαν πολλα και της παρειχαν οτι μπορουσαν απο τα τροφιμα τους. Καθως οι καιροι τοτε ηταν δυσκολοι.
Ενα πρωινο ειχε παει να ψαρεψει στη παραλια, οχι μακρια απο μερικες νεαρα κοριτσια. Παρατηρωντας μια μικρη αναταραχη αναμεσα στα κοριτσια, η γρια χηρα ειδε οτι ενας πληγωμενος ιπποκαμπος ειχε πεταχτει απο τα κυμματα εξω στην αμμο. Τα κοριτσια γελουσαν με το καημενο ζωο, και μαλιστα το ενα απο αυτα δεν εχασε και του πεταξε πετρα. Νευριασμενη με αυτη τη σκληροτητα, η γρια χηρα πηγε να περιποιηθει την πληγη του ιπποκαμπου καλυπτοντας την. Του εδωσε λιγο νερο, και εκατσε διπλα του, κρατωντας το κεφαλι του στα ποδια της.
Ο ιπποκαμπος τελικα αρχισε να θεραπευεται. Σηκωσε το κεφαλι του και ειπε στη γυναικα:
"Μου εσωσες τη ζωη. Σαν ανταλλαγμα για το καλο αυτο θα σου εκπληρωσω 3 ευχες"
Η γυναικα τον ρωτησε:
¨Οτι ευχη θελω?"
Και ο ιπποκαμπος απαντησε;
"Οτι επιθυμει η καρδια σου και θελει η ψυχη σου. Σου δινω το λογο μου"
"Τοτε θελω να κανεις αυτο το χωριο να ειναι ευφορο και πλουσιο" του αποκριθηκε η γυναικα.
Μολις τελειωσε την ευχη της η γυναικα, το φτωχο χωριο αλλαξε. Τα σπιτια απο παλια ερειπια εγιναν πανεμορφα, καλοδιατηρημενα κτιρια, και μικροι κηποι με λαχανικα ειχαν φυτρωσει γυρω τους. Τα πλοια των ψαραδων ελαμπαν, και ηταν τελεια επισκευασμενα και βαμμενα, σαν να ηταν ολοκαινουργια. Τα κοριτσια απο την παραλια φορουσαν πλεον πανεμορφα κεντημενα φορεματα.
"Η δευτερη ευχη μου, ιπποκαμπε, ειναι να κανεις τους χωριατες να ειναι πιο φιλικοι μεταξυ τους. Να ειναι καλοι και ευγενικοι. Κανενας να μην γυρναει την πλατη του στον αλλον." ζητησε η γρια.
Και παλι η γυναικα δεν προλαβε να ολοκληρωσει την ευχη της και τα κοριτσια αλλαξαν. Δακρυα κυλησαν απο τα ματια τους και ετρεξαν βιαστικα να φροντισουν τον ιπποκαμπο. Η γυναικα ειδε παραθυρα και πορτες ανοιχτες διαπλατα, και οι ανθρωποι να αγκαλιαζονται μεταξυ τους στους δρομους και να συζητουν.
"Δεν θες κατι αλλο για τον εαυτο σου?" της ειπε ο ιπποκαμπος.
"Ναι, μονο ενα πραγμα", του ειπε. "Θελω το θανατο".
"Γιατι? Κοιτα πως αλλαξες τα κοριτσια με την ευγενικη σου ευχη. Φαινεται να ενδιαφερονται και για τους δυο μας τωρα. Σιγουρα η ζωη θα ειναι πιο ωραια στο χωριο?" ειπε ο ιπποκαμπος.
¨Οχι για μενα> Η ζωη μου τελειωσε, ιπποκαμπε. Εχω υποφερει πολυ καιρο και ειμαι πολυ γρια τωρα. Οι αλλοι ανθρωποι θα επωφεληθουν, ελπιζω, αλλα δεν εχω κατι αλλο να κανω πια στο χωριο" ειπε η χηρα.
"Δεν μπορω να σου δωσω τον θανατο" της ειπε ο ιπποκαμπος.
"Εδωσες τον λογο σου, ιπποκαμπε. Οτι ζητησω."
"Τοτε πρεπει να με ακολουθησεις στο κοσμο μου. Ο Πριγκιπας μου μπορει να σου δωσει τον θανατο."
Τα κοριτσια προσπαθησαν να την σταματησουν, αλλα η χηρα δεν ακουγε. Πηγε στην ακρη του νερου της θαλασσας με τον ιπποκαμπο. Ο ηλιος που εδυε εριξε μια πορτοκαλι ακτινα φωτος. Εμοιαζε σαν ενας χρυσος δρομος προς τον οριζοντα. Καθως ο ιπποκαμπος και η χηρα ακουμπησαν στην ακρη της "ακτινας", η θαλασσα ανοιξε, εμφανιζοντας πετρινες σκαλες που οδηγουσαν προς τα κατω. Τα κοριτσια που τρομαξαν υποχωρησαν.
Χωρις να κοιταει πισω, η γρια περπατησε μεσα στη θαλασσα, και ειδε οτι μπορουσε να αναπνευσει τοσο ανετα οπως οταν βρισκοταν στη στερια. Κατεβαιναν τα σκαλια για αρκετη ωρα, φτανοντας επιτελους στην Γη κατω απο τη Θαλασσα, γνωστη και ως Ατλαντιδα.
Η γυναικα δεν ειχε ξαναδει τετοια ομορφια. Με τα πολλα οι δυο τους καταφεραν και περασαν τις πυλες του παλατιου. Ηταν καμωμενο απο περλες και κοχυλια. Μεσα σε εναν χρυσο θρονο, καθοταν ο Πριγκιπας της Ατλαντιδας, περιτριγυρισμενος απο το συμβουλιο του. Ο ιπποκαμπος υποκλιθηκε και ανεφερε την ιστορια και την επιθυμια της χηρας. Ο Πριγκιπας ακουσε με προσοχη και χαμογελωντας ειπε:
"Αυτη ειναι μια καταπληκτικη ιστορια, φιλε μου ιππποκαμπε. Αλλα που ειναι αυτη η ευγενης κυρια που εσωσε τη ζωη σου και δεν θελει τιποτα σε ανταλλαγμα για αυτην?"
"Γιατι, Υψηλοτατε, εγω ειμαι η γρια γυναικα" ειπε η γρια εκπληκτη.
Ολοι μεσα εκει γελασαν και ο Πριγκιπας της εδωσε εναν διακοσμημενο με κοσμηματα καθρεφτη.
"Κανενας δεν γερναει στην Ατλαντιδα", ειπε ο Πριγκιπας, " και κανενας δεν πεθαινει εκτος και αν το θελει ο ιδιος. Δες γυρω σου και αποφασισε. Θες ακομα να πεθανεις, αγαπητη μου? Ή προτιμας να ζησεις?"
"θα προτιμουσα να ζουσα, Υψηλοτατε, εφοσον μου δωσατε την ευκαιρια για μια νεα ζωη," ειπε η χηρα. " Αλλα τι θα απογινω? Δεν θελω να επιστρεψω πισω στο χωριο. Η ζωη μου εκει τελειωσε."
"Για εκατονταδες χρονια εψαχνα να βρω εναν ιδιαιτερο ανθρωπο να γινει γυναικα μου, καθως ειναι παραδοση στο Βασιλικο Οικο της Ατλαντιδας να περνουμε γυναικες απο τον Κοσμο Επανω απο τη Θαλασσα. Αν ψαξω για αλλα εκατο χρονια δεν θα βρω αλλη ανιδιοτελη, σοφη, και ομορφη σαν εσενα," ειπε ο Πριγκιπας. "Θες να εισαι η γυναικα μου και Πριγκιπισσα της ατλαντιδας?"
Και ετσι εγινε. Στο παλιο χωριο εστησαν ενα αγαλμα προς τιμην της γριας γυναικας αλλα και στη μνημη της. Το αγαλμα αυτο μπορεις ακομα να το δεις αν πας αρκετα μακρυα στην ακτη του μικρου αυτου Ελληνικου Νησιου οπου ολα εγιναν, πριν απο πααααρα πολυ καιρο. To μικρο αυτο νησι ειναι η Κως συμφωνα με τον μυθο.